ωρονόμος

ωρονόμος
-ον, ΜΑ
μσν.
(το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ὡρονόμοι
προσωνυμία ορισμένων θεοτήτων («οἱ δεκαδάρχαι καὶ ζωδιοκράτορες καὶ ὡρονόμοι καὶ κραταιοί», Δαμάσκ.)
αρχ.
1. αυτός που διαιρεί και δείχνει τις ώρες τής ημέρας
2. (για πλανήτη) αυτός που παρατηρεί την ώρα τής γέννησης κάποιου και προκαθορίζει το μέλλον του, ωροσκόπος
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὡρονόμος
α) ρολόγι
β) πετεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὥρα + -νόμος (< νόμος < νέμω), πρβλ. παιδο-νόμος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὡρονόμοιο — ὡρόνομος hour divider masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡρονόμου — ὡρόνομος hour divider masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡρονόμους — ὡρόνομος hour divider masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡρονόμων — ὡρόνομος hour divider masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡρονόμῳ — ὡρόνομος hour divider masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ωρονομώ — έω, Α [ὡρονόμος] είμαι ὡρονόμος* …   Dictionary of Greek

  • -νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… …   Dictionary of Greek

  • ωρονομείον — τὸ, Α [ὡρονόμος] ωρολόγιο …   Dictionary of Greek

  • ωρονομικός — ή, ό / ὡρονομικός, ή, όν, ΝΑ [ὡρονόμος] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ωρονόμιο αρχ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διαίρεση και σημείωση τών ωρών …   Dictionary of Greek

  • ωρονόμιο — το / ὡρονόμιον, ΝΜΑ [ὡρονόμος] νεοελλ. μσν. (στο Βυζ.) σύστημα οπτικής τηλεπικοινωνίας με πυρσούς αρχ. ὡρονομεῑον* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”